Αχ, μικρέ μου Παναγιώτη, ο μπαμπάς πήρε τζιπάκι για να μπορείς να κάνεις πικνικ μέσα στην καρδιά του δάσους, να δεις και το φίδι και τη σαύρα και τον λύκο και την αρκούδα, και το γεράκι και τον αετό, γιατί ο παππούς σου είχε άλογο και κάλπαζε μέσα στην φύση, και έτσι και ο μπαμπάς σου έμαθε να το αγαπάει το δάσος, να το φροντίζει και να τον φροντίζει, να παίρνει απο αυτό και να του δίνει, έμαθε να τρέχει στις απότομες πλαγιές και να κυνηγάει την φωτιά μακριά απο αυτό και τις ψυχές που ζούνε μέσα σε αυτό, και ήθελε όταν μεγαλώσεις να σου το γνωρίσει..
Δυστηχώς, όμως μικρέ μου Παναγιώτη, είσαι πολύ μικρός ακόμα και ο μπαμπάς ακόμα πιο μικρός και ανύμπορος για να ταίσει την λαιμαργία και την κοιλιοδουλεία αυτών που δεν έμαθαν να το αγαπούν, και έτσι μέχρι να μεγαλώσεις δεν το θα προλάβεις να το γνωρίσεις και θα μεγαλώσεις μέσα σε μια τσιμεντούπολη που θα ψάχνεις για μια ηλιαχτίδα και μια ρυπή καθαρού αέρα στην ταράτσα κάποιας πολυκατοικίας..
Ο μπαμπά σου λοιπόν θέλει να ζητήσει μια πελώρια Σ Υ Γ Ν Ω Μ Η απο εσένα και ολα τα παιδάκια του κόσμου γιατί δεν μπόρεσε να προστατέψει την πολύτιμη πηγή ζωής αυτού του πλανήτη, η οποία θυσιάστηκε στο βομό της ανάπτυξης και του κέρδους, αυτή την πηγή που λεγόταν ΔΑΣΟΣ.