Ο Σπύρος Ντασιώτης, δασοφύλακας στην Πάρνηθα, πήρε ό,τι απέμεινε από το δάσος που περιστοίχιζε το Σανατόριο της Πάρνηθας και πάνω στους κατεστραμμένους από τη φωτιά κορμούς αποτύπωσε ανθρώπινες μορφές.
Κουβαλούσε τους κορμούς των δέντρων από το Σανατόριο μέχρι τον προαύλιο χώρο στο κτίριο του δασαρχείου από τις αρχές Μαΐου. Εκεί σκάλιζε τις μορφές επάνω τους. Τότε ο δασοφύλακας άρχισε να υλοποιεί την ιδέα του, η οποία είχε γεννηθεί το 2004, όταν μετατέθηκε από το δασαρχείο της Χίου στην Πάρνηθα. «Οταν ήρθα εδώ με συγκλόνισε η ιστορία του Σανατορίου. Από τότε άρχισε να με τρώει η σκέψη να συνδεθώ με έναν τρόπο μαζί του αλλά και με το βουνό. Στην αρχή ήθελα να φτιάξω ένα έργο αλλά τελικά βγήκαν τα 20 γλυπτά που θα αποτελούν το Πάρκο των Ψυχών».
Αρχισε να ψάχνει για να βρει τρόπο για να μεταφέρει τους κορμούς στον περιβάλλοντα χώρο του δασαρχείου και να ξεκινήσει να τους δουλεύει. Στην πραγμάτωση της ιδέας του υποστηρίζει ότι συνέβαλαν καθοριστικά το Δασαρχείο Πάρνηθας, ο Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας και ο Σύνδεσμος Πάρνηθας.
«Δεν θα τα κατάφερνα αν δεν είχα τη βοήθεια αυτή. Χρειαζόμουν άδεια για να χρησιμοποιώ τον χώρο αλλά και χρήματα για τη μεταφορά των δέντρων. Ο Φορέας Διαχείρισης και ο Σύνδεσμος Πάρνηθας συνέβαλαν στο να πληρωθεί ο γερανός που μετέφερε τους κορμούς ή το στήσιμο του πάρκου. Είναι 20 έργα με ύψος από 2,5 έως 4,5 μέτρα, τα οποία για να στηθούν έπρεπε να σκαφτεί βαθιά η γη για να αντέξουν στον χρόνο». Ο χρόνος, έπειτα, άρχισε να πιέζει αφού οι καιρικές συνθήκες στην Πάρνηθα δεν του παρέχουν την άνεση να σκαλίζει όποτε θέλει. «Επρεπε να πάω με τα χούγια του καιρού. Από τον Μάιο και μετά η θερμοκρασία εδώ είναι ικανοποιητική για να δουλέψει κανείς. Μέχρι τότε όμως δεν γίνεται γιατί πάντα είναι από 10 έως 12 βαθμούς πιο χαμηλή. Ετσι άρχισα να δουλεύω στην άδειά μου, να μένω με τις ώρες εδώ πάνω ακόμη και μετά τη λήξη της βάρδιάς μου, στις αργίες, στα ρεπό μου».
Μπορεί η «ρίζα» της έμπνευσής του να είναι η ιστορία του Σανατορίου και των ανθρώπων που είχαν νοσηλευθεί εκεί, αλλά ουσιαστικά απευθύνεται σε όλους όσοι έχουν πονέσει και ταλαιπωρηθεί. Οπως υπογραμμίζει ο Σπύρος Ντασιώτης, «όταν άρχισα να σκαλίζω τα ξύλα σκεφτόμουν ότι την εποχή που νοσηλεύονταν οι άνθρωποι αυτοί εδώ, τα δέντρα ήταν μικρά. Εζησαν μαζί με αυτούς, άρα κουβαλάνε κάτι. Αποφάσισα να στήσω το πάρκο σε αυτό το ξέφωτο και όχι στην αυλή του κτιρίου γιατί οι ασθενείς για να δουν λίγο ήλιο εδώ έρχονταν, επειδή κοντά στο νοσοκομείο τούς τον έκρυβαν τα δέντρα».
Ο Σπύρος Ντασιώτης είναι αυτοδίδακτος. Ακούει τα «υλικά» και οδηγείται από αυτά: «Το δέντρο είναι το μοναδικό στη φύση που αναπτύσσεται σε δύο κατευθύνσεις, πολύ ψηλά πάνω και πολύ βαθιά κάτω. Είναι σαν να συμβολίζει την ίδια την ζωή και τη σοφία. Ο,τι παίρνει από τις ρίζες το μεταφέρει προς τα πάνω. Ερχονται φοιτητές της Σχολής Καλών Τεχνών και με ρωτούν πού είναι το πρόπλασμα. Με κοιτάζουν με απορία όταν τους λέω ότι μετράω με το μάτι και κάνω αυτό που μου λέει το δέντρο».
ΠΗΓΗ